Θεσσαλονίκη
Στο 100memories επιχειρούμε να ανασυγκροτήσουμε θραύσματα από τις «βιογραφίες» των τεσσάρων πόλεων της έρευνας, θεωρώντας πως οι πόλεις αποτελούν φασαριόζικα μωσαϊκά πολλαπλών μετακινήσεων, συναντήσεων, αφίξεων και αναχωρήσεων. Στόχος της έρευνας είναι να συγκροτήσουμε τις βιογραφίες των πόλεων ανασυγκροτώντας επιλεκτικά τους χώρους, τις εμπειρίες και τις μεταλλάξεις που διαμόρφωσαν τις πόλεις λιμάνια της έρευνας μας τόσο ως τόπους ιδιαίτερους και ξεχωριστούς όσο και ως τμήματα μιας παγκόσμιας ιστορίας της κινητικότητας.
Τη δεκαετία του 1990 εμφανίστηκε ξανά στη Θεσσαλονίκη μία γλώσσα που δεν ηχούσε για χρόνια στους δρόμους της. Οι τουρκόφωνοι πρόσφυγες πρώτης γενιάς είχαν πλέον λιγοστέψει. Σταδιακά όμως, σε παζάρια, λεωφορεία, και γιαπιά, τα τουρκικά ακούγονταν ξανά. Οι πόντιοι της Τσάλκας, μιας περιοχής της Γεωργίας, στη συντριπτική τους πλειοψηφία τουρκόφωνοι, είχαν μετοικήσει στην πόλη. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν ένας από τους πολλούς πληθυσμούς που κατά τη διάρκεια του προηγούμενου και του τρέχοντος αιώνα μετακινήθηκαν προς ή από την Θεσσαλονίκη.
Από την ενσωμάτωση τη πόλης στο ελληνικό κράτος το 1912, οι μετακινήσεις πληθυσμών υπήρξαν αυτές που σε μεγάλο την καθόρισαν. Στα δέκα χρόνια που χωρίζουν το 1912 από το 1922, μετακινήθηκαν στη Θεσσαλονίκη μαζικά άνθρωποι από τη Σερβία, τη Βουλγαρία, τη Ρωσία, τον Καύκασο, τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη. Η βουλγαρική κοινότητα της πόλης σταδιακά έφυγε προς τη Βουλγαρία, ελληνόφωνοι βλάχοι από την περιοχή του Μοναστηρίου ήρθαν στη Θεσσαλονίκη, όπως έκαναν και χριστιανικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας, του Καυκάσου, της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Θράκης. Μια μικρή ομάδα Λευκών Ρώσων μετά την ήττα τους από τους Μπολσεβίκους βρήκαν καταφύγιο στην πόλη. Αρκετοί χριστιανοί γύρισαν στα εδάφη της Θράκης και της Μικράς Ασίας μετά το 1919 ενώ πολλοί μουσουλμάνοι επέλεξαν να εγκαταλείψουν τη Θεσσαλονίκη για κάποια πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Μικρασιατική Καταστροφή και η ανταλλαγή πληθυσμών που την ακολούθησε καθόρισαν τη σύγχρονη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με την πρώτη απογραφή των προσφύγων που έγινε πανελλαδικά τον Αύγουστο του 1923, στην πόλη εγκαταστάθηκαν 88.612 άνθρωποι. Πέντε χρόνια αργότερα ο πληθυσμός των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη ανερχόταν σύμφωνα με εκτιμήσεις σε 117.041 ανθρώπους, σχεδόν το μισό του συνολικού πληθυσμού της. Στον πληθυσμό αυτό πρέπει να προστεθεί και ένας σημαντικός αριθμός Αρμενίων. Η πόλη μεγάλωσε και το κέντρο της περικυκλώθηκε από προσφυγικούς συνοικισμούς. Ταυτόχρονα η μουσουλμανική κοινότητα της πόλης μετακινήθηκε στο σύνολό της στο τουρκικό κράτος και η Άνω Πόλη, περιοχή στην οποία διέμενε μεγάλο μέρος της κοινότητας αυτής, μετατράπηκε σε μια μεγάλη προσφυγική γειτονιά. Τα επόμενα χρόνια μέρος του άλλοτε κυρίαρχου πληθυσμιακά εβραϊκού στοιχείου μετανάστευσε στο Ισραήλ, στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού.
Και εάν ο ερχομός των χριστιανών προσφύγων καθόρισε την εποχή του Μεσοπολέμου, ήταν η εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας από τη ναζιστική εξουσία που ολοκλήρωσε την αλλαγή του χαρακτήρα και της ανθρωπογεωγραφίας της Θεσσαλονίκης. Μια εξόντωση που εξυπηρέτησε ανθρώπους και ομάδες της πόλης και ολοκληρώθηκε σε συμβολικό επίπεδο με την παντελή έλλειψη μνημόνευσής της στο δημόσιο χώρο και λόγο για πάρα πολλά χρόνια.
Ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε την κατοχή έφερε στην πόλη ανθρώπους από τις περιοχές που εκκένωσε ο Εθνικός Στρατός, τους λεγόμενους «ανταρτόπληκτους», οι οποίοι αποτέλεσαν την πρώτη μαγιά της μαζικής μεταπολεμικής εσωτερικής μετανάστευσης. Η μετανάστευση αυτή πήρε μεγάλες διαστάσεις τη δεκαετία του 1960 και επέφερε την επέκταση της πόλης καθ’ ύψος. Ταυτόχρονα, πολλοί κάτοικοι της αγροτικής Μακεδονίας, αλλά και κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, πήραν τον δρόμο για τη Γερμανία και άλλες βιομηχανικές χώρες της δυτικής Ευρώπης.
Μετά την πτώση της δικτατορίας αλλά κυρίως μετά το 1982, χιλιάδες πολιτικοί πρόσφυγες του εμφυλίου πολέμου επαναπατρίστηκαν, αρκετοί από αυτούς στη Θεσσαλονίκη. Η δεκαετία του 1990 και η πτώση των ανατολικοευρωπαϊκών καθεστώτων έφερε στην πόλη πληθυσμούς από την Αλβανία και χώρες της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. (Γεωργία, Ρωσία, Αρμενία, εκ των οποίων πολλούς ποντιακής καταγωγής), η υποδοχή των οποίων υπήρξε τόσο σε θεσμικό όσο και κοινωνικό επίπεδο άξενη. Τις αρχές του 21ου αιώνα η μετακίνηση πληθυσμών από χώρες της Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της Ασίας προς την Ευρώπη έφερε νέους κάτοικους στην πόλη, είτε μόνιμους ή σε καθεστώς πρόσκαιρης παραμονής. Ο πόλεμος στη Συρία θα επιφέρει το 2015 την κορύφωση των μετακινήσεων αυτών. Μερικά χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στην Ειδομένη του Κιλκίς, θα δημιουργηθεί για αρκετούς μήνες ο μεγαλύτερος προσφυγικός καταυλισμός της Ευρώπης.
Σήμερα, στην περιοχή που διασώθηκε η μοναδική συναγωγή της εβραϊκής κοινότητας, μια συναγωγή που δημιουργήθηκε από εβραίους πρόσφυγες από το Μοναστήρι, κινούνται και ζουν καθημερινά άνδρες, γυναίκες και παιδιά, πρόσφυγες που με τη σειρά τους, αθόρυβα αλλά δραστικά, ορίζουν με την παρουσία τους ξανά τη Θεσσαλονίκη.