Βόλος

Βόλος

Στο 100memories επιχειρούμε να ανασυγκροτήσουμε θραύσματα από τις «βιογραφίες» των τεσσάρων πόλεων της έρευνας, θεωρώντας πως οι πόλεις αποτελούν φασαριόζικα μωσαϊκά πολλαπλών μετακινήσεων, συναντήσεων, αφίξεων και αναχωρήσεων. Στόχος της έρευνας είναι να συγκροτήσουμε τις βιογραφίες των πόλεων ανασυγκροτώντας επιλεκτικά τους χώρους, τις εμπειρίες και τις μεταλλάξεις που διαμόρφωσαν τις πόλεις λιμάνια της έρευνας μας τόσο ως τόπους ιδιαίτερους και ξεχωριστούς όσο και ως τμήματα μιας παγκόσμιας ιστορίας της κινητικότητας. 

Μουσουλμάνοι, Ισραηλίτες, ορθόδοξοι, τσιγγάνοι και «ξένοι», Ευρωπαίοι και μη, συνθέτουν την πληθυσμιακή ποικιλομορφία της Θεσσαλίας σε όλο σχεδόν τον 19ο αιώνα.Σύμφωνα με την απογραφή του 1881, χρονολογία ενσωμάτωσης της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος,  ο θεσσαλικός πληθυσμός κατανέμεται, όσον αφορά το θρήσκευμα, με τον ακόλουθο τρόπο:Ορθόδοξοι: 90%, Μουσουλμάνοι: 9,1 %, Εβραίοι: 0,9 %. Το 1881 πολλοί Οθωμανοί ετοιμάζονται να φύγουν, μη επιθυμώντας να ζήσουν στη ελληνική επικράτεια. Με την τελευταία περίοδο αστάθειας, που εγκαινιάζεται από τις ταραχές του 1878 και τελειώνει με την προσάρτηση στην Ελλάδα το 1881, οι Οθωμανοί των θεσσαλικών πόλεων εγκαταλείπουν την περιοχή. Οι μουσουλμάνοι του Βόλου τον εγκαταλείπουν οριστικά στις 2 Νοεμβρίου 1881 την ημέρα κατά την οποία ο ελληνικός στρατός προελαύνει στην πόλη. Όσον αφορά στους Εβραίους των θεσσαλικών πόλεων, οι περισσότεροι κατοικούσαν στις πόλεις και η σπουδαιότερη κοινότητά τους βρισκόταν στη Λάρισα (68 %), και ακολουθούσαν τα Τρίκαλα (20%) και ο Βόλος(12%).

Ο Βόλος την εποχή της προσάρτησής του στην Ελλάδα δεν είναι παρά μια μικρή πόλη που μετά βίας φτάνει τους 5.000 κατοίκους. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την απογραφή του 1881 ο πληθυσμός του ανερχόταν σε 4.987 κατοίκους. Ανάμεσα σε αυτούς οι 600 ήταν μουσουλμάνοι και οι 300 Εβραίοι.Αντίθετα με τους μουσουλμάνους, που εγκαταλείψαν μαζικά την πόλη μετά την προσάρτησή της στο ελληνικό κράτος, Εβραίοι συνέχισαν να συρρέουν εκεί από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Το 1920οι Εβραίοι ξεπερνούσαν τα 2.000 άτομα. Ο αριθμός τους άρχισε να μειώνεται σταδιακά την επόμενη δεκαετία με αποτέλεσμα το  1935 να αριθμούν σχεδόν 1.250 άτομα και τις παραμονές του Ελληνοτουρκικού Πολέμου μόλις 882 άτομα. Τα πρώτα αντιεβραϊκά μέτρα των Γερμανών εκδηλώθηκαν τον Οκτώβριο του 1943, ενώ τον Μάρτιο του 1944 συνελήφθησαν και στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου και εξοντώθηκαν, 155 Εβραίοι του Βόλου. Από το  1948 και έπειτα οι Εβραίοι κάτοικοι του Βόλου μεταναστεύουν προς το Ισραήλ και τις Η.Π.Α.

Στο γύρισμα του 20ου αιώνα, λοιπόν, η πόλη αναπτυσσόταν τόσο δημογραφικά όσο και οικονομικά. Ο πληθυσμός της πόλης αυξάνεται σταθερά: από τους 4.987 κατοίκους το 1881, φτάνει τους 11.029 το 1889 και τους 23.563 το 1907. Αύξηση η οποία σχετίζεται κυρίως με την εσωτερική μετακίνηση πληθυσμών από τις αγροτικές περιοχές του Πηλίου και της θεσσαλικής ενδοχώρας, καθώς η πόλη γνωρίζει την πρώτη φάση της βιομηχανικής της ανάπτυξης. Σε αυτές τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα αρχίζουν και οι προσφυγικές ροές προς τον Βόλο. Πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία, λόγω των πολεμικών συγκρούσεων στον χώρο της βαλκανικής χερσονήσου και της Μ. Ασίας, φτάνουν στην πόλη και στα περίχωρά του.Ορισμένοι θα εγκατασταθούν μόνιμα στην πόλη, μόνιμα ή προσωρινά, και σε άλλες περιπτώσεις θα ιδρύσουν προσφυγικά χωριά, όπως τη Νέα Αγχίαλο Μαγνησίας η οποία δημιουργήθηκε το 1907 από πρόσφυγες της Αγχιάλου της Βουλγαρίας.

Μεταξύ 1921 και 1924 ο Βόλος έγινε χώρος υποδοχής και εγκατάστασης μεγάλου αριθμού προσφύγων (11.945 σε σύνολο πληθυσμού 47.892 κατοίκων, σύμφωνα με την απογραφή του 1928) που προκάλεσε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος της περιόδου 1919-1922.Η πόλη την περίοδο του Μεσοπολέμου, χάρη στην παρουσία των προσφύγων οι οποίοι στην πλειονότητά τους αποτέλεσαν φθηνό εργατικό δυναμικό, μετασχηματίζεται σε ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά κέντρα της χώρας. Η ακμάζουσα βιομηχανία της πόλης έλκει τους ανθρώπους της υπαίθρου με τα θέλγητρα της αστικής ζωής και της εξασφάλισης μιας θέσης εργασίας. Κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, η πόλη του Βόλου φαίνεται πως γενικότερα ασκεί μια «ελκτική δύναμη» προς τα αγροτικά στρώματα, καθώς παρουσιάζεται πολλές φορές ως ο ιδανικός τόπος εξεύρεσης εργασίας.Άνδρες και γυναίκες από τα χωριά του Πηλίου και της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλίας την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και κατά τις δυο πρώτες μετεμφυλιακές δεκαετίες θα συνεχίσουν να καταφτάνουν στον Βόλο αναζητώντας εκεί εργασία. Για τους εσωτερικούς μετανάστες, ωστόσο, αυτής της περιόδου η ώθηση προς την πόληαυτή τη φορά, δεν προκαλείται μόνο από οικονομικούς παράγοντες,αλλά δίνεται από «δυνάμεις» που σχετίζονται με τα ιδιαίτερα αυταρχικά χαρακτηριστικά του πολιτικού περιβάλλοντος που διαμορφώθηκαν με το τέλος της περιόδου της Κατοχής και κυριάρχησαν σε ολόκληρη τη μεταπολεμική εποχή, όχι μόνο στον Βόλο αλλά σε ολόκληρη τη χώρα.

Στην πρώτη μετεμφυλιακή δεκαετία η αγορά εργασίας που διαμορφώνεται στην πόλη του Βόλου χαρακτηρίζεται από την ανεξέλεγκτη διόγκωση της ανεργίας.Η μείωση των εργασιών των μεγάλων εργοστασίων της πόλης αποτέλεσε την κύρια αιτία. Ένας αριθμός των κατοίκων της θα αναγκαστεί να αναζητήσει εργασία κυρίως στην πρωτεύουσα ή στις βιομηχανικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Ωστόσο, ενώ κατά τη χρονική αυτή περίοδο σε άλλες περιοχές της χώρας παρουσιάστηκε έντονη μεταναστευτική κίνηση προς το εξωτερικό και το εσωτερικό, η πόλη του Βόλου φαίνεται πως συμμετείχε ελάχιστα σ’ αυτή.Αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί από το γεγονός ότι το 1962 ο Βόλος επιλέχτηκε για την εγκατάσταση βιομηχανικής ζώνης και τότε αρχίζει μια νέα φάση οικονομικής ανάπτυξης  για την  πόλη,  εισάγοντας  νέα  δεδομένα.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 μετανάστες/ριες από τα Βαλκάνια και κυρίως από την Αλβανία εγκαθίστανται στην πόλη του Βόλου και στα περίχωρά της. Καθώς η βιομηχανία της πόλης έχει συρρικνωθεί σημαντικά, οι νέοι αυτοί κάτοικοι εργάζονται στον αγροτικό χώρο, στην οικοδομή αλλά και στην οικιακή εργασία και φροντίδα. Την ίδια διαδρομή προς τον Βόλο ακολουθούν και πρόσφυγες που έρχονται από τον Παγκόσμιο Νότο και εγκαθίστανται στις διάφορες ελλαδικές πόλεις, είτε πιο μόνιμα είτε πιο παροδικά. Το 2006 ανοίγει στην Μακρυνίτσα ένας ξενώνας φιλοξενίας για ανήλικους πρόσφυγες που φιλοξενούνται περίπου 25 άτομα υπό την αιγίδα της Άρσις. Αντίστοιχα, την περίοδο της “προσφυγικής κρίσης” δημιουργείται ένα προσφυγικό στρατόπεδο λίγο έξω από τον Βόλο (στον χώρο της πρώην αντιπροσωπείας αυτοκινήτων ΜΟΖΑ) ενώ ταυτόχρονα, μέσω του προγράμματος ESTIA νοικιάζονται κάποια διαμερίσματα στην πόλη όπου φιλοξενούνται κυρίως πρόσφυγες από την Συρία. 

Θεσσαλονίκη

Πειραιάς

Χανιά